- ιχθυοθηρητήρ
- ἰχθυοθηρητήρ, ὁ (A)ιχθυοθήρας*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)-* + θηρητήρ «κυνηγός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰχθυοθηρητῆρα — ἰχθυοθηρητήρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιχθυ(ο)- — (AM ἰχθυ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής από τη λ. ἰχθύς, ύος, «ψάρι». ΣΥΝΘ. ιχθυγόνος, ιχθυοειδής, ιχθυoκένταυρος, ιχθυόκολλα, ιχθυολογώ, ιχθυοπώλης, ιχθυοτρόφος, ιχθυοφάγος, ιχθυοφόρος αρχ. ιχθυβολεύς, ιχθύβολος, ιχθυβόλος,… … Dictionary of Greek
ՁԿՆԱՀԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0159 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 11c գ. ἱχθυοθηρητήρ, ἱχθυολκός, ἀλιεύς piscator. Որ հանէ զձկունս ʼի ջրոյ. ձկնորս. *Ոչ հաւորսք անդ, եւ ոչ ձկնահանք: Ձկնահան, եւ որդի ձկնահանի: Ձկնահան ի ձկնահանաց էր,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)